Γρήγορη μετάβαση

Ωδείο Ηρώδου Αττικού

Σχετικά Θέατρα

Ωδείο Ηρώδου Αττικού
Τον 2ο π.Χ. αι. ο βασιλιάς της Περγάμου Ευμένης Β’ δώρισε στους Αθηναίους ένα κτίριο για τις ανάγκες των παραστάσεων του Διονυσιακού θεάτρου. Επρόκειτο για ένα επίμηκες διώροφο οικοδόμημα που επικοινωνούσε με τη δυτική πάροδο του θεάτρου και έμεινε γνωστό ως στοά του Ευμένη. Το νέο οικοδόμημα χρησίμευε για την προστασία των θεατών από την κακοκαιρία ενώ λειτουργούσε και ως «φουαγιέ» του θεάτρου, δεδομένης της μεγάλης διάρκειας των γιορτών και των παραστάσεων. Σήμερα, από το κτίριο αυτό σώζεται, στα βόρεια, τμήμα του αναλημματικού τοίχου που διακρίνεται από την επιβλητική τοξοστοιχία του.

Στα δυτικά της στοάς του Ευμένη ιδρύθηκε το 166 μ.Χ. ένα δεύτερο θέατρο από τον αθηναίο φιλόσοφο Ηρώδη τον Αττικό, εις μνήμην της συζύγου του Ρήγιλλας. Ήταν στεγασμένο και χρησιμοποιήθηκε κυρίως για μουσικές εκδηλώσεις. Το Ωδείο του Ηρώδη, όπως είναι γνωστό, που χαρακτηρίζεται από τον περιηγητή Παυσανία (2ος μ. Χ) ως «το αξιολογότερο από όλα τα άλλα οικοδομήματα του είδους», Καταστράφηκε από πυρκαγιά περίπου εκατό χρόνια μετά την ανέγερσή του (267 μ.Χ.). Λειτουργικά, συνδέθηκε τόσο με το ισόγειο όσο και με τον όροφο της στοάς του Ευμένη στο δυτικό της άκρο. Η αρχιτεκτονική συναρμογή των δύο οικοδομημάτων ήταν επιτυχής, παρά τη χρονική απόσταση της κατασκευής τους: η διαμόρφωση της νότιας όψης του ωδείου από μεγάλα ανοίγματα με τοξοειδή υπέρθυρα και λαξευτή τοιχοποιία, αρθρώνεται οργανικά με τον ρυθμό της στοάς. Το ενοποιημένο αυτό σύνολο στις υπώρειες της Ακρόπολης αναδεικνύει το ύπερθεν συγκρότημα των ναών διατηρώντας παράλληλα τον εμβληματικό, κοσμικό χαρακτήρα του.

Το ωδείο

Το μαρμάρινο κοίλο του ωδείου διαιρείται από το μεσαίο διάζωμα σε κάτω και άνω κοίλο. Το κάτω κοίλο είχε 6 κλίμακες και 5 κερκίδες το άνω κοίλο είχε 11 κλίμακες και 12 κερκίδες. Η χωρητικότητά του ήταν για 4.800 θεατές. Στον ανώτερο διάδρομο υπήρχε περιμετρικός τοίχος που έφερε αβαθείς εσοχές, που λειτουργούσαν ως ηχεία, ενισχύοντας την ακουστική του χώρου. Στο κάτω διάζωμα υπήρχαν –πιθανότατα- τοποθετημένα ορειχάλκινα ηχεία, για την αύξηση της έντασης του ήχου. Το κοίλο, που σε κάτοψη ξεπερνά το ημικύκλιο, συνδέεται με δύο μνημειακά κλιμακοστάσια τοποθετημένα εκατέρωθεν του σκηνικού οικοδομήματος. Οι είσοδοι των κλιμακοστασίων είχαν ψηφιδωτά. Η πρώτη σειρά καθισμάτων, που χωρίζεται με μικρό διάδρομο από τη δεύτερη, ήταν η λεγόμενη προεδρία δηλ. καθίσματα επισήμων, όπως και σήμερα. Η ημικυκλική ορχήστρα είχε επίστρωση από χρωματιστά μάρμαρα, που ανακατασκευάστηκαν στους νεώτερους χρόνους.

Μπροστά από το κοίλο βρίσκεται η επιβλητική ορθογώνια σκηνή μήκους 35.00μ., τριώροφη με συνολικό ύψος 28.00μ. Ιδιαίτερα εντυπωσιακός πρέπει να ήταν ο αρχιτεκτονικός και γλυπτικός διάκοσμος με επένδυση από πολύχρωμα μάρμαρα. Η όψη της σκηνής προς το κοίλο έφερε σειρά αρχιτεκτονικών διακοσμήσεων κορινθιακού ρυθμού και κόγχες με αγάλματα. Τα αγάλματα που κοσμούσαν τις κόγχες απεικόνιζαν μέλη της οικογένειας του Ηρώδη και άλλων μελών του αυτοκρατορικού οίκου.

Πίσω από τη σκηνή υπήρχε επίμηκες θολοσκεπές οικοδόμημα για τις ανάγκες των παραστάσεων. Πιθανότατα ήταν και αυτό τριώροφο και διακοσμημένο με ψηφιδωτά.

Ξεχωριστό στοιχείο του Ηρωδείου ήταν η στέγασή του. Σύμφωνα με τους ερευνητές, η υπόθεση για τη στέγαση του Ωδείου επιβεβαιώνεται από τις φιλολογικές πηγές και τα ανασκαφικά ευρήματα. Άλλωστε η ίδια η καταστροφή του Ηρωδείου από πυρκαγιά προϋποθέτει σχεδόν την παρουσία μιας ξύλινης κατασκευής: Μόνο μια στέγη με το μέγεθος και τον όγκο που χρειαζόταν το Ωδείο θα μπορούσε να αναπτύξει τέτοιες θερμοκρασίες ώστε να ασβεστοποιηθεί το μάρμαρο και να λιώσουν τα μέταλλα (μέταλλα από αγάλματα αλλά και από μεγάλη ποσότητα καρφιών). Ακόμα, βρέθηκαν μεγάλα πήλινα κεραμίδια. Πολλά από αυτά έφεραν σφραγίδες με τα αρχικά του θεάτρου Ηρώδου και Ρήγιλλας. Τέλος οι σειρές των παραθύρων -απαραίτητων για το φωτισμό του κτιρίου- επιβεβαιώνουν την παρουσία της στέγης.

Οι περιπέτειες του κτιρίου

Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα φαίνεται πως λίγα χρόνια μετά την κατασκευή του το Ηρώδειο χρησιμοποιήθηκε σαν οχυρό. Τα μαρμάρινα εδώλια και το υλικό του διαζώματος στο άνω κοίλο είχαν αποξηλωθεί και χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό στα τείχη της Ακρόπολης και στην κατασκευή εκκλησιδίου. Ακόμα βρέθηκαν ίχνη από τοίχους οικίσκων που φιλοξενούσαν τους Αθηναίους που κατέφευγαν εκεί. Στα 1667 ο όγκος του θεάτρου εντάχθηκε στο οχυρό του «Σερπεντζέ». Ενώ λίγο πριν την έναρξη της εκχωμάτωσής του, το 1857, η επιφάνεια του θεάτρου ήταν καλλιεργήσιμη έκταση. Τότε διακρινόταν μόνο το σχήμα του κοίλου και το ανώτερο τμήμα του τοίχου της σκηνής. Το 1858 η επιχωμάτωση του κοίλου έφθανε τα 12.00μ. πάνω από τη στάθμη της ορχήστρας, συσσωρεύοντας ερείπια από λείψανα αρχιτεκτονικής και γλυπτικής προερχόμενα κυρίως από την Ακρόπολη.

Η επαναχρησιμοποίησή του

Μετά από την παρατεταμένη διακοπή της χρήσης του Ωδείου αρχίζουν να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την επαναλειτουργία του. Ήδη από το 1844, ο ανασκαφέας του Ηρωδείου Κ. Πιττάκης υποστηρίζει ότι «τα αρχαία ξαναδίνουν στον τόπο την παλιά του αίγλη και οι κάτοικοί του, βλέποντάς τα αναστηλωμένα, αισθάνονται ότι ξαναζούν στην εποχή των προγόνων τους, ελκύουν όμως και τους ξένους, τους Ευρωπαίους…». Η ιδέα, λοιπόν, της πολιτιστικής και οικονομικής αξιοποίησης των μνημείων ξεκινά από τα μέσα του 19ου αιώνα. Η αναστήλωση ενός μακρού καταλόγου αρχαίων θεάτρων και σταδίων είναι πλέον επιθυμητή.

Τα θέατρα, με την ιδανική αντιστοιχία ανάμεσα στη μορφή και τη χρήση τους και με τις εν γένει κοινές, ανά τους αιώνες, απαιτήσεις των θεαμάτων, είναι τα κατεξοχήν κτίρια του αρχαίου κόσμου που ανταποκρίνονται και σε σύγχρονες λειτουργίες. Δεν πρέπει να αγνοείται όμως το ότι πρόκειται για κατασκευές που έχασαν την αρχική μορφή και τη χρήση τους θέτοντας, ως προς την αποκατάστασή τους ιδιαίτερα προβλήματα. Συγχρόνως, καθοριστική σημασία για τη δυνατότητα αποκατάστασής τους, έχει η ανασκαφική διαδικασία που προηγήθηκε και ιδιαίτερα οι επιλογές καθαίρεσης ή διατήρησης των μαρτυριών από διαφορετικές εποχές.

Στο Ηρώδειο, ήδη από το 1867 ξεκινούν οι πρώτες παραστάσεις (Σοφοκλέους Αντιγόνη) ενώ παράλληλα προβάλλει η απαίτηση για την κατάλληλη διασκευή του θεάτρου. Το 1898 κτίζονται αναλήμματα και κλίμακες για την αποκατάσταση της αρχαίας οδού πάνω από το θέατρο. Το 1900 καθαρίζονται οι αγωγοί απορροής ομβρίων της ορχήστρας. Στερεώνεται το δάπεδο της ορχήστρας και επισκευάζονται τμήματα στους τοίχους και τις θύρες του Ωδείου με υλικά που διακρίνονται από την αρχαία κατασκευή. Το 1922 γίνεται συγκόλληση των μαρμάρινων βαθμίδων.

Το 1924 ιδρύεται ο θίασος της Επαγγελματικής Σχολής Θεάτρου που αναπτύσσει έντονη δραστηριότητα. Δίνονται παραστάσεις αρχαίου δράματος από πολλούς συνδέσμους και θιάσους και συνδυάζονται με το αίτημα της αποκατάστασής του. Το Ηρώδειο καθιερώνεται ως τόπος παραστάσεων όχι μόνο για το αρχαίο δράμα αλλά και άλλων εκδηλώσεων πολιτιστικού ή φιλανθρωπικού περιεχομένου, ακόμα και για αναπαραστάσεις αρχαίων εορτών.

Στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα οι Δελφικές γιορτές -το πείραμα του ζεύγους Σικελιανού (1927 και 1930)- με παραστάσεις αρχαίου δράματος, αγώνες κ.λ.π., έδωσαν νέα ώθηση στην αναβίωση του αρχαίου δράματος στο φυσικό του χώρο. Είναι πάντως χαρακτηριστικό ότι στην δεκαετία του 1930 το αίτημα χρησιμοποίησης του Διονυσιακού θεάτρου απορρίπτεται γιατί τα εδώλια σώζονταν σε καλή κατάσταση.

Το 1932 με την ίδρυση του Εθνικού θεάτρου αρχίζει η συστηματική έρευνα της ερμηνείας του αρχαίου δράματος. Το 1936, με δαπάνη του Εθνικού Θεάτρου, τοποθετούνται ξύλινα εδώλια στο κάτω διάζωμα του Ηρωδείου. Την ενδιαφέρουσα μελέτη των λυόμενων εδωλίων έκανε ο αρχιτέκτονας Ν. Μητσάκης. Το 1938 συμπληρώνονται και στερεώνονται οι θολίτες στα τοξωτά ανοίγματα του ανώτερου τμήματος της πρόσοψης του Ωδείου. Παράλληλα, στο πλαίσιο της Εθνικής Αναγέννησης της μεταξικής περιόδου, ξεκίνησε από το 1936 η ιδέα για την καθιέρωση «περιόδου εορτών» στην Αθήνα, αντίστοιχων με εκείνες της αρχαιότητος, όπου θα δίνονταν παραστάσεις αρχαίου δράματος σε υπαίθριο θέατρο από το Εθνικό Θέατρο.

Στη σκέψη της «αναμαρμαρώσεως» του Ηρωδείου εκφράστηκαν τότε πολλές αντίθετες γνώμες ιδιαίτερα από τον Κ. Δοξιάδη, που πρότεινε την κατασκευή νέου θεάτρου. Αποφασίστηκε λοιπόν το 1939, η ίδρυση Υπαίθριας Σκηνής, «κατά το πρότυπον των αρχαίων» στους νοτιοδυτικούς πρόποδες του Φιλοππάπου. Το έργο ανέθεσε στο γραφείο Δοξιάδη ο διευθυντής του Εθνικού θεάτρου Κ. Μπαστιάς. Κατασκευάστηκε ευρύχωρο θέατρο από μπετόν, που δεν ολοκληρώθηκε. Οι εργασίες σταμάτησαν από τον ίδιο τον Ι. Μεταξά και δεν συνεχίστηκαν ποτέ.

Μετά τον πόλεμο οι αρμόδιοι επανήλθαν στην αρχική ιδέα της «αναμαρμαρώσεως». Το 1947 το Αρχαιολογικό Συμβούλιο αποφάσισε την έναρξη των εργασιών για την αναμαρμάρωση του δαπέδου του Ωδείου και «την πλήρη αυτού αναστήλωση εσωτερικώς και εξωτερικώς». Την δαπάνη θα κατέβαλε –και πάλι- το Εθνικό θέατρο που θα έδινε για αυτό το σκοπό παραστάσεις αρχαίων δραμάτων. Μέρος των εξόδων θα κατέβαλαν η Εθνική Λυρική Σκηνή και η Κρατική Ορχήστρα ΑΘηνών.

Η ανακατασκευή του θεάτρου συνεχίστηκε το 1952 με έξοδα της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Η συμπλήρωση των θραυσμένων από την πυρκαγιά εδωλίων έγινε με μάρμαρο Διονύσου. Ήταν «εργασία μακρά και ιδιαίτερα επίπονος» λόγω της απαιτούμενης προσαρμογής των νέων μαρμάρων στα ακανόνιστα σχήματα των ερειπωμένων εδωλίων. Η πρόθεση της ανακατασκευής ήταν σαφής: «προς τον σκοπόν καλυτέρας εξυπηρετήσεως των εν τω Ωδείω διδομένων συγχρόνων παραστάσεων εκτελούνται υπό την διεύθυνσιν του καθηγητού κ. Α. Ορλάνδου εργασίαι αναστηλώσεων και ανακατασκευής των εδωλίων» σημειώνει αργότερα ο αρχιτέκτονας Ι. Τραυλός.

Πριν το 1955 η προσπέλαση προς την πλατεία μπροστά από το Ωδείο γινόταν από έναν ασφαλτοστρωμένο δρόμο από του Μακρυγιάννη. Γύρω από την πλατεία υπήρχαν πρόχειρες κατασκευές που φιλοξενούσαν κέντρα διασκεδάσεως. Στο πλαίσιο της διαμόρφωσης των λόφων γύρω από την Ακρόπολη από τον Πικιώνη διαμορφώθηκε μια, μνημειακής κλίμακας, είσοδος που εντάσσεται στο πνεύμα της ανακατασκευής. Σήμερα, η άφιξη στο θέατρο γίνεται από την οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Η κλίμακα οδηγεί στο πλάτωμα του θεάτρου. Αποτελείται από σκαλοπάτια και πλατύσκαλα διαφορετικού πλάτους. Στις παρυφές της έχουμε υποχωρήσεις ή προσχωρήσεις των μαρμάρων για την κατάλληλη προσαρμογή στο έδαφος και στα γειτονικά αρχαία επιδιώκοντας μια «γραφική» σύνδεση με αυτά.

Η «αναμαρμάρωση» λοιπόν του Ηρωδείου συνδέθηκε από την αρχή, άμεσα και ανεπιφύλακτα, με το αίτημα της επαναχρησιμοποίησής του. Χρηματοδοτήθηκε δε εν μέρει από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους φορείς. Η εκτεταμένη ανακατασκευή του κοίλου διευκόλυνε βέβαια τις εκδηλώσεις, αποδίδοντας και πάλι το θέατρο στους Αθηναίους, δημιούργησε όμως μια έντονη αντίθεση με τα ερείπια της νότιας κλιτύος της Ακρόπολης. Ενταγμένο, λοιπόν, στο πνεύμα της ελληνικότητας το ανακατασκευασμένο Ηρώδειο δεν μπορεί παρά να γινόταν, το 1955, η έδρα του Φεστιβάλ Αθηνών.

Ελένη – Άννα Χλέπα
Ένθετο 7ΗΜΕΡΕΣ, εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ – 29 Ιουνίου 2003

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Κυρ. Πιττάκη, «Περί Θεάτρου Ηρώδου του Αττικού», ΑΕ 1858, 1707 – 1714.
Φ. Μαλλούχου – Tufano, Η αναστήλωση των αρχαίων μνημείων στη νεώτερη Ελλάδα (1834 – 1939), Αθήνα 1998.
R. Meinel, Das Odeion, Unteruchungen an uberdachten antiken Theatergebauden, Frankfurt am Main 1980, 80-113, fig. 20-31.
Ι. Travlos, Pictorial dictionary of ancient Athens, London 1971.
W.P. Tuckermann, Das Odeum des Herodes Atticus und der Regilla in Athen (1868).