Γρήγορη μετάβαση

Η νέα απειλή για το Θέατρο του Διονύσου

Σχετικά Θέατρα

Εφημερίδα “Αυγή”,

10/01/2010
Του Γ. Μ. Σηφακη

Σε συνέχεια της διαμαρτυρίας 58 αρχαιολόγων, φιλολόγων, ιστορικών, θεατρολόγων κ.ά., για τις εργασίες «αποκατάστασης» στο Θέατρο του Διονύσου –ενώ πρόκειται για μερική (προς το παρόν) ανακατασκευή, όπως θα δούμε– οι οποίες είτε εκτελούνται ήδη είτε προγραμματίζονται για το μέλλον, θα ήθελα να εκθέσω τους λόγους που με έκαμαν να προσυπογράψω το εν λόγω αναγκαστικά ολιγόλογο κείμενο, που δημοσιεύθηκε στην Αυγή («Νέα απειλή για το Θέατρο του Διονύσου», 31.12.2009). Ας λεχθεί, κατ’ αρχήν, ότι την διαμαρτυρία εκείνη προκάλεσε η σωρεία πανηγυρικών ανακοινώσεων, κατά τους δύο τελευταίους μήνες του 2009, εκ μέρους του Υπουργείου Πολιτισμού και του Σωματείου «Διάζωμα», το οποίο έχει αναλάβει μία χωρίς προηγούμενο εκστρατεία «διάσωσης» και «ανάδειξης» των απανταχού της χώρας αρχαίων θεάτρων, μεταξύ των οποίων ξεχωριστή θέση κατέχει το Διονυσιακό θέατρο της Αθήνας, στη νότια πλευρά της Ακρόπολης. Οι ανακοινώσεις αυτές έτυχαν θερμής υποδοχής από το σύνολο του Τύπου και χαιρετίστηκαν σαν πρωτοφανής συνεργασία κυβέρνησης και τοπικής αυτοδιοίκησης, μια και το Διάζωμα κατάφερε να εξασφαλίσει αξιόλογα κονδύλια που η τοπική αυτοδιοίκηση υποσχέθηκε να χορηγήσει για τα έργα προστασίας και ανάδειξης (διάβαζε αξιοποίησης) των θεάτρων, μέσω της αρχαιολογικής υπηρεσίας. Μόνο που σχεδόν κανείς δεν φάνηκε να προσέχει ότι η ροή των χρημάτων μέχρι στιγμής γίνεται αντίστροφα: η κεντρική διοίκηση χρηματοδοτείται από την περιφερειακή αυτοδιοίκηση — και αυτό σε εποχή επίσης πρωτοφανούς οικονομικής δυσπραγίας.

Όπως γράφτηκε στην Καθημερινή («Χορηγίες: Τα “παγκάρια” αρχαίων θεάτρων», 15.12.09), «H νομαρχία της Αθήνας έκανε την αρχή με τα 6 εκατ. ευρώ που αποφάσισε να διαθέσει για την αναστήλωση του θεάτρου του Διονύσου. Η πρωτοβουλία της όμως, [και] κυρίως [η πρωτοβουλία] του “Διαζώματος” που κινητοποιεί θεσμούς και πολίτες, ευαισθητοποιεί καθημερινά όλο και περισσότερο κόσμο. Το θέατρο της Μεγαλόπολης άνοιξε κουμπαρά με 500.000 ευρώ «προίκα» από τον δήμο της περιοχής, [το θέατρο] της Γιτάνης στη Θεσπρωτία προικίστηκε με 100.000 από τη νομαρχία Θεσπρωτίας, των Φθιωτίδων Θηβών στη Μαγνησία με 50.000 ευρώ, ενώ της Σικυώνας και της Δήλου [!] απέκτησαν κι αυτά τραπεζικούς λογαριασμούς, μικρούς να λέμε την αλήθεια (1.000 ευρώ έκαστο), αλλά είναι ακόμη η αρχή. Η νομαρχία Ηρακλείου πρόσφερε 7.000 ευρώ για τη γεωφυσική έρευνα του θεάτρου Γόρτυνας και για το θέατρο, η νομαρχία Αιτωλοακαρνανίας έδωσε 20.000 για έκδοση [βιβλίου] και ταινία που αφορά τα θέατρα της περιοχής της, ενώ ο δήμος Χερσοννήσου [Ηρακλείου Κρήτης] διέθεσε 5.000 ευρώ για το δικό του» (βλ. και www.diazoma.gr > Τύπος > Δημοσιεύματα· στην ιστοσελίδα αυτή βρίσκονται και όλα τα δημοσιεύματα του Tύπου που αναφέρονται παρακάτω). Με τον ρυθμό και προπάντων τον σχεδόν διονυσιακό ενθουσιασμό που έχει καταλάβει αρμόδιους παράγοντες και μη για την «προστασία» και τη «σωτηρία» των αρχαίων θεάτρων, «αυτίκα γα πάσα χορεύσει / Βρόμιος ευτ» αν άγηι θιάσους», όπως λέει ο Χορός στις Βάκχες του Ευριπίδη («γρήγορα όλη η χώρα θα χορεύει, καθώς ο Βροντερός θα οδηγεί τους θιάσους», στ. 114-5). Αρκεί μόνο οι τοπικοί άρχοντες να αναλάβουν κιόλας να σκουπίζουν τα αποτσίγαρα και να μαζεύουν τα κουτιά της κοκακόλας μετά τις παραστάσεις.

Πώς εξηγείται όμως αυτός ο ξαφνικός ενθουσιασμός για τα αρχαία θέατρα; Όχι βέβαια με τα ιδεολογήματα περί προστασίας των θεάτρων, «αυτού του κορυφαίου επιτεύγματος της ελληνικής αρχιτεκτονικής». Ο πραγματικός λόγος είναι τα οικονομικά οφέλη που οι φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης προσδοκούν από την «αξιοποίηση» των μνημείων αυτών. Όπως άλλωστε δήλωσε ο νομάρχης της Αθήνας, κ. Γ. Σγουρός: «Η ετοιμότητα να αγκαλιάσουμε αυτό το μεγαλόπνοο έργο και να καταβάλλουμε 6 εκ. ευρώ, σε μια δύσκολη οικονομικά εποχή […] στηρίζεται στο γεγονός ότι στην Νομαρχία Αθηνών όλα αυτά τα χρόνια λειτουργούμε με όρους αποτελεσματικότητας στον τομέα επένδυσης και διαχείρισης των οικονομικών μας πόρων». Αντίστοιχα ο νομάρχης Αιτωλοαρνανίας «επενδύει στο πολιτιστικό κεφάλαιο» που αποτελούν για τον νομό του τα αρχαία θέατρα («Κάθε χωριό και ένα αρχαίο θέατρο», Ελευθεροτυπία, 4.12.09), ενώ η δήμαρχος Αβδήρων, που παρακολούθησε τη συνέλευση του Διαζώματος της 13.12.09, «ζητούσε να μην ξεχάσουν την περιοχή της» (Καθημερινή, 15.12.09). Τί σημαίνει αξιοποίηση υποδηλώνουν οι τίτλοι της σχετικής αρθρογραφίας: «Ξαναζωντανεύει το αρχαίο Θέατρο του Διονύσου στην Ακρόπολη», «Ξαναζωντανεύουν 5 αρχαία θέατρα από το Διάζωμα», «Αρχαία θέατρα αναζητούν επειγόντως σωτήρα», «Ανοίγει το θέατρο της Μαρώνειας μετά από 2300 χρόνια […] ολοκληρώθηκε υποδειγματικά το πρώτο μέρος της αναστήλωσής του […] ετοιμάζεται ήδη η πρώτη παράσταση» κτλ.

Δυστυχώς, η επιπόλαιη αυτή ταύτιση του πολιτισμού με την «αξιοποίηση» και την τουριστική εκμετάλλευση των μνημείων δεν αντέχει σε σοβαρή βάσανο (πρβλ. το άρθρο του αρχαιολόγου Χ. Ντούμα, «Πολιτισμός ή καπηλεία των μνημείων;» Καθημερινή, 13.12.09), και η πολυθρύλητη σωτηρία και ανάδειξη των αρχαίων θεάτρων ενδέχεται να αποδειχθεί καταστροφική γιʼ αυτά, όταν αποτελέσουν έδρες τοπικών φεστιβάλ. Ιδιαίτερα για το Θέατρο του Διονύσου δεν ισχύει το ιδεολόγημα ότι η καλύτερη προστασία των μνημείων είναι η χρήση τους, που έχει υιοθετήσει ο πρόεδρος του «Διαζώματος», κ. Σ. Μπένος, γιατί και μία μόνο παράσταση αν γίνει εκεί θα επιφέρει καταστροφές στα εύθραυστα ερείπια του σκηνικού οικοδομήματος.

Ελλείψει χώρου δεν θα αναφερθώ εδώ στην εθνική φενάκη της «αναβίωσης» του αρχαίου δράματος, αλλά θα περιοριστώ σε λίγες παρατηρήσεις για τις εργασίες «αποκατάστασης» του κοίλου του θεάτρου που έχουν εγκριθεί με αποφάσεις του ΚΑΣ το 2003 (πριν από την ίδρυση του Διαζώματος) και το 2008, και εκτελούνται με την επίβλεψη και ευθύνη της Επιστημονικής Επιτροπής Θεάτρου και Ιερού του Διονύσου. Δυστυχώς, τα έργα αυτά γίνονται κατά παράβαση του «Χάρτη της Βενετίας για την Αποκατάσταση και Συντήρηση Μνημείων και Μνημειακών Συνόλων», μιας διεθνούς συνθήκης που εκπονήθηκε από το Διακυβερνητικό Συμβούλιο Μνημείων και Τοποθεσιών (ICOMOS), την οποία υπέγραψε το 1964 εκ μέρους της χώρας μας ο τότε διευθυντής της Υπηρεσίας Αναστηλώσεων, Ευστάθιος Στίκας. Σύμφωνα με τον Χάρτη, η έννοια της αποκατάστασης είναι συνώνυμη με εκείνη της αναστήλωσης (αντιστοιχούν και οι δύο στον αγγλικό όρο restoration) και διαφοροποιείται σαφώς από την έννοια της ανακατασκευής (reconstruction). Σε σχέση με τα ευρήματα μιας ανασκαφής ορίζεται ρητά ότι «κάθε εργασία ανακατασκευής πρέπει να αποκλείεται a priori. Επιτρέπεται μόνο αναστήλωση, δηλαδή η επανατοποθέτηση σωζόμενων αλλά εγκατεσπαρμένων μερών στη θέση τους» (άρθρο 15). Και η αναστήλωση όμως «πρέπει να σταματά στο σημείο όπου αρχίζει η εικασία» (άρθρο 9).

Πώς θα μπορούσαν να υπερασπιστούν, σε σχέση με τα παραπάνω, το έργο τους οι αρχιτέκτονες αναστηλωτές του κοίλου του θεάτρου, Κ. Μπολέτης και οι συνεργάτες του, όταν υπολογίζουν ότι το ποσοστό του αρχαίου υλικού στα προστιθέμενα (δηλ. ανακατασκευαζόμενα) νέα τμήματα είναι περίπου 50%; Και ακόμη, όταν τα σωζόμενα εδώλια (τμήματα των βαθμίδων του κοίλου) είναι διάσπαρτα και, παρά τις διαφορές των διαστάσεών τους, δεν είναι δυνατό να επανατοποθετηθούν στις αρχικές τους θέσεις; Τα ενσωματώνουν, μας λένε, στις υπό αναστήλωση κεντρικές κερκίδες με πρώτο κριτήριο ασφαλώς τα μεγέθη τους, και κατόπιν «επιδιώκοντας μία ομοιόμορφη κατανομή του αρχαίου υλικού τόσο για λόγους αισθητικούς όσο και για την κάλυψη τυχόν μικροαποκλίσεων στα επιμέρους μεγέθη». Αναγνωρίζουν, δηλαδή, όχι μόνο ότι το νέο υλικό θα είναι τουλάχιστον άλλο τόσο όσο και το αρχαίο, αλλά και ότι το τελευταίο δεν είναι δυνατό να τοποθετηθεί στην αρχική του θέση. Γι’ αυτό κατανέμεται μέσα στο νέο με τρόπο που να κρύβει τις προφανώς αναπόφευκτες μικροαποκλίσεις στα μεγέθη των εδωλίων, φτάνει να δίνει ένα καλαίσθητο αποτέλεσμα (που σημαίνει τί; την κατά το δυνατόν ομοιόμορφη διασπορά των αρχαίων εδωλίων ανάμεσα στα νέα;). Αυτό, λοιπόν, είναι το είδος «αποκατάστασης» για το οποίο έδωσε την έγκρισή του το ΚΑΣ;

Είναι σαφές ότι ο έφορος Ακροπόλεως και πρόεδρος της Επιτροπής Θεάτρου και Ιερού του Διονύσου, κ. Α. Μάντης, που έχει την επιστημονική ευθύνη για το έργο, δυσκολεύεται να συμφωνήσει με τη συλλογιστική των αναστηλωτών, και αποκαλύπτει και άλλους συμβιβασμούς: «Η μεγάλη διασπορά του υλικού του μνημείου, εκτός μνημείου, συνιστά προβλήματα δυσεπίλυτα από αρχαιολογική και τεχνική άποψη […] δεν είμαστε σε θέση ακόμη τους διάσπαρτους λίθους να τους επαναφέρουμε στις αρχικές τους θέσεις [το έργο όμως προχωρεί κανονικά] […] είναι ένας χώρος ο οποίος ανά πάσα στιγμή σου προκαλεί καινούργια προβλήματα, καινούργια ερωτηματικά […]. Ένα άλλο πρόβλημα είναι το γεγονός ότι δεν μπορέσαμε να αξιοποιήσουμε τον πειραϊκό ακτίτη στο σύνολό του […]. Αναγκαστήκαμε, για να μην χάσουμε χρόνο –γιατί μιλάμε όλοι για χρονοδιαγράμματα [ποιος επιβάλλει τη βιασύνη για ένα τέτοιο έργο;]– να χρησιμοποιήσουμε λίθο Πιτσών. Τα συμπληρώματα που είναι από κομμάτια λίθου Πιτσών, διαφοροποιούνται χρωματικά από τα εδώλια του πειραϊκού ακτίτη». Σημαίνουν μήπως όλα αυτά ότι η Επιστημονική Επιτροπή θα μπορούσε να βάλει φραγμό στη συνέχιση των εργασιών, όχι πλέον αποκατάστασης, αλλά προδήλως μερικής ανακατασκευής του κοίλου; Ο ίδιος ο κ. Μπολέτης δήλωσε πρόσφατα ότι «όλες οι παρεμβάσεις μας είναι αναστρέψιμες». Το επιστημονικά ορθό, επομένως, θα ήταν το νέο ΚΑΣ να επανεξετάσει το ζήτημα, αν δεν θέλει να εκθέσει σε κίνδυνο την επιστημονική αξιοπιστία της χώρας, τη στιγμή μάλιστα που διεκδικεί, επιχειρηματολογώντας για τη δυνατότητα πλέον προστασίας των μνημείων στη χώρα μας, την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα.

Ο Γ. Μ. Σηφάκης είναι ομότιμος καθηγητής αρχαίας ελληνικής φιλολογίας
των πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης και Ν. Υόρκης