Γρήγορη μετάβαση

Ομιλία του προέδρου του Διαζώματος στην τελετή αποφοίτησης των Εκπαιδευτηρίων Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου

Καλησπέρα σε όλους,

Κύριε Παναγιωτόπουλε, σας ευχαριστώ θερμά γι’ αυτήν την εξόχως τιμητική πρόσκληση. Είναι χαρά για μένα να βρίσκομαι με την ωραία οικογένεια των εκπαιδευτηρίων σας, με τα παιδιά, τους γονείς και τους καθηγητές.

Σκεφτόμουν όλες αυτές τις μέρες την πρώτη επαφή που είχα μαζί σας όταν ήσασταν στην Α΄ Γυμνασίου. Τότε σας μίλησα για την ευθύνη. Πόσο σπουδαίο πράγμα είναι ν’ αγαπάς την ευθύνη. Μάλιστα, είχα αλιεύσει διάφορα αποσπάσματα που με είχαν επηρεάσει καθοριστικά, όπως του Προέδρου Κένεντι, που ήμουν έφηβος όταν τον άκουσα να λέει στους πολίτες της Αμερικής: «Μην κοιτάτε τι κάνει το κράτος για σας, αλλά τι κάνετε εσείς για το κράτος» και του  Ν. Καζαντζάκη: «Ν’ αγαπάς την ευθύνη. Να αισθάνεσαι εσύ ότι είσαι ο μόνος υπεύθυνος για να σώσει τον κόσμο. Και άμα δεν τον σώσεις, εσύ θα φταις».

Σήμερα, όμως, ανοίγεστε στο πέλαγο της ζωής και γι’ αυτό το πέλαγο θέλω να σας μιλήσω, μόνο με μια λέξη: στόχος. Στόχος. Στο πέλαγο δε γίνεται να είσαστε έρμαιό του. Πρέπει να έχετε στόχο, πρέπει να παλέψετε. Και θέλω να χρησιμοποιήσω –όπως σας μίλησα για τον Κένεντι, για τον Καζαντζάκη– μία φράση που, ούτε καν έφηβος δεν ήμουν, με συγκλόνισε και με καθόρισε συνάμα: Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων βρέθηκε με τη λαγότρυπα σ’ έναν άλλο κόσμο, σ’ έναν νέο κόσμο. Κι εκεί κατάλαβε πως πρέπει να έχει στόχο. Δεν έχει νόημα η ζωή χωρίς στόχο. Κατάλαβε όμως και κάτι άλλο, μια άλλη λέξη, τη λέξη δρόμος. Υπάρχει ο δρόμος προς τον στόχο; Δεν υπάρχει. Αν όμως ο στόχος είναι σταθερός και μας θερμαίνει, λέει η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, ο Λιούις Κάρολ δηλαδή, τον δρόμο τον χαράζουμε, καθώς περπατάμε προς αυτόν. Εμείς χαράζουμε το δρόμο. Σκέφτηκα να σας φέρω διάφορα παραδείγματα και αποφάσισα να ρίξω όλες μου τις ασπίδες σήμερα, αξίζει για ένα τέτοιο ωραίο κοινό, γι’ αυτά τα ωραία μάτια που με κοιτάνε σήμερα, να κάνω μια μορφή εξομολόγησης, όχι ατομικής, αλλά συλλογικής. Θέλω να πετάξω όλες τις ασπίδες μου, θέλω να εκτεθώ μαζί σας σήμερα, γιατί αυτή είναι ιερή στιγμή για σας και θέλω να βγάλω όλη την ιερότητα και την αλήθεια που έχω μέσα μου, θέλω να αναμετρηθώ σήμερα με τις αλήθειες μου απέναντί σας, γιατί το αξίζετε.

Όπως ακούσατε, λοιπόν, στο σύντομο βιογραφικό που ανέγνωσε ο κ. Παναγιωτόπουλος, έχω ήδη συμπληρώσει σαράντα χρόνια στη δημόσια ζωή κι έχω κάνει τρεις κύκλους. Ο ένας κύκλος ήταν η αγαπημένη μου πόλη, η γενέθλια πόλη, η Καλαμάτα. Ο δεύτερος κύκλος ήταν στην κεντρική διοίκηση με διάφορες ιδιότητες και ο τρίτος κύκλος είναι μια κίνηση πολιτών, το ΔΙΑΖΩΜΑ, στην οποία ανήκω σήμερα.

Όταν, λοιπόν, εξελέγην ξαφνικά Δήμαρχος, ήμουν τριάντα χρόνων και, όπως εσείς που θα αναμετρηθείτε με τη ζωή, βρέθηκα σ’ ένα πέλαγο. Στο διάστημα των δυόμισι μηνών που μεσολάβησε πριν την ανάληψη των καθηκόντων μου, ξέροντας τι θέλω να πετύχω, αποφάσισα να επισκεφθώ τους καλύτερους. Ήξερα τον στόχο, τι θέλω, ότι θέλω να αποδείξω στον εαυτό μου, στους πολίτες και στην πατρίδα μου την αξία του πολιτισμού και του περιβάλλοντος. Ήθελα ν’ αποδείξω στην πόλη μου ότι μπορεί ο πολιτισμός και το περιβάλλον να γίνουν το όχημα της αειφορίας και της ανάπτυξης της Καλαμάτας.

Επισκέφθηκα, λοιπόν, τους καλύτερους, τους δύο ίσως σημαντικότερους διανοούμενους της χώρας την περίοδο εκείνη, τον Νοέμβριο του 1978. Στα πολιτιστικά ήταν ο Μάνος Χατζηδάκις και στα περιβαλλοντικά μια μεγάλη μορφή, ο Γρηγόρης Διαμαντόπουλος. Αείμνηστοι τώρα και οι δυο. Θέλω να σας περιγράψω πώς τους γνώρισα. Όταν πήγα στον Χατζιδάκι – με ρώτησε: «Γιατί ήρθες να με βρεις, Δήμαρχε»; Κι εγώ του απάντησα αυθόρμητα: «Όταν ήμουνα μικρό παιδί στην πόλη μου, ήθελα να κάνω μουσική, ήθελα να κάνω ζωγραφική, ήθελα να κάνω πράγματα κι εγώ και τα παιδιά τα άλλα και τώρα θέλω να το κάνω ως Δήμαρχος για τα παιδιά της πόλης, αλλά δεν ξέρω πώς να το κάνω καλά. Και θέλω να με βοηθήσεις, γιατί εγώ σε θαυμάζω από παιδί». Κι αυτόν τον πήραν τα δάκρυα και μου έστειλε όλο το Τρίτο Πρόγραμμα στην Καλαμάτα. Και επέβλεπε ο ίδιος όλο το εγχείρημα της Καλαμάτας τη  δεκαετία του ‘80. Ένα εγχείρημα ολιστικό. Ένα βράδυ που καθόμασταν μαζί, 3-4 τη νύχτα, μου λέει: «Άκου, Δήμαρχε, τι θα κάνουμε. Θα απλώσουμε στην πόλη ένα δίχτυ και θα πέφτουν μέσα οι πολίτες ανυποψίαστοι». Και κάναμε τα πρώτα εργαστήρια τεχνών, δηλαδή, Καλλιτεχνική Παιδεία. Και μου έστειλε τους καλύτερους. Πολλοί ήρθαν για μια βδομάδα και είναι ακόμα στην Καλαμάτα. Σας αναφέρω τη Νέλλη Σεμιτέκολο, τη μεγάλη πιανίστα. Τρόμαξα να τη φέρω και τελικά έγινε καλαματιανή. Ή τον μεγάλο Γιώργο Κουρουπό, που ήρθε για να με συμβουλεύσει και έγινε ο Διευθυντής του Ωδείου που οργανώθηκε τότε από τον Χατζιδάκι στην Καλαμάτα. Και ο Χατζιδάκις μου είπε μια σπουδαία κουβέντα, κρατήστε τη, σας παρακαλώ. Μου είχε πει ότι η πολιτική και ο πολιτισμός έχουν δυο μεγάλους εχθρούς: τον λαϊκισμό και τον ελιτισμό. Μου έλεγε ότι όσο χυδαίο είναι να εκμεταλλεύεσαι τα ταπεινά ένστικτα των ανθρώπων, άλλο τόσο χυδαίο είναι να περιφρονείς ένα κομμάτι των πολιτών σου. Και πρόσθετε: «Μην κοιτάς, εγώ είμαι ελιτίστας. Αλλά εγώ είμαι για τον εαυτό μου. Εσύ είσαι Δήμαρχος και δεν έχεις δικαίωμα να το κάνεις αυτό».

Η άλλη μεγάλη προσωπικότητα ήταν ο Γρηγόρης Διαμαντόπουλος. Είχα πάει, λοιπόν, στον Πρόεδρο του Τεχνικού Επιμελητηρίου, κ. Ευάγγελο Κουλουμπή, μετέπειτα υπουργό, και του είπα: «Θέλω να μου δώσεις μια λίστα με τους δέκα καλύτερους πολεοδόμους της χώρας». Κι αυτός με ειρωνεύτηκε: «Δήμαρχε, τι να τους κάνεις;» «Θέλω να δω την πόλη μου απ’ τον ουρανό. Θέλω να δω την πόλη μου σαν να είμαι αστροναύτης και γυρίζω γύρω γύρω. Είδατε τι ωραία που φαίνεται η γη από ψηλά; Θέλω να τη δω έτσι και θέλω να πλάσω τα όνειρά μου γι’ αυτήν την πόλη». Πάλι με ειρωνεύτηκε. Εγώ σηκώθηκα απογοητευμένος να φύγω, αλλά με γυρίζει πίσω και μου δίνει μια λίστα με τους δέκα καλύτερους πολεοδόμους της χώρας. Εκεί γνώρισα τον Γρηγόρη Διαμαντόπουλο. Οι άλλοι, που ήταν πολύ ευγενικοί μαζί μου, με υποδέχθηκαν πολύ ευγενικά και μου έδωσαν πολύ καλές τιμές για την αμοιβή τους. Ο Γρηγόρης, όμως, μου είπε: «Δε θέλω αμοιβή. Αν τα μάτια σου μου λένε την αλήθεια, θα ’ρθω να δουλέψω δωρεάν. Και σε έξι μήνες, αν δω ότι πραγματικά αυτό που βλέπω δεν είναι αλήθεια, θα σηκωθώ να φύγω. Αυτό θα είναι η τιμωρία σου». Ήρθε, λοιπόν, είδε την πόλη, πήρε χίλιες συνεντεύξεις από ανυποψίαστους πολίτες, όχι για να τη μάθει πολεοδομικά, αλλά κοινωνιολογικά, ιστορικά, αισθητικά, για να δει την ψυχή της. Και αφού πέρασαν οι έξι μήνες, μου λέει: «Έλα τώρα να σου μάθω την πόλη σου» Με πήγε στο ιστορικό κέντρο της πόλης, με τις πενταόροφες  πολυκατοικίες και μου επεσήμανε ότι με αυτόν τον τρόπο σε τέσσερα ή πέντε χρόνια θα είχα χάσει το ιστορικό κέντρο. Έτσι, περάσαμε από τους πέντε ορόφους στους δύο.  Θυμάμαι ακόμα τα λόγια που μου είπε: «Κοίταξε να δεις, μην ξεχάσεις ποτέ ότι ο Δήμαρχος είναι σύμμαχος μόνο με τα όνειρα της πόλης του. Αν πιστεύεις ότι μπορείς να χαλιναγωγήσεις τις μικροδιαφορές των ανθρώπων και τις αντιδικίες τους, είσαι πολύ γελασμένος. Αν μπεις σε αυτό το γήπεδο, σε αυτόν τον κυκεώνα, σε μια βδομάδα σ’ έχουν αναιρέσει. Εσύ θα ονειρεύεσαι, θα είσαι ψηλά και θα προσπαθείς να παρασύρεις και τους πολίτες σε αυτόν τον μεγάλο στόχο που έχεις βάλει».

Όλο αυτό, λοιπόν, το κεφάλαιο το πνευματικό που συσσωρεύτηκε και συνεπήρε τους πολίτες θριάμβευσε, κυρίες και κύριοι και αγαπημένα μου παιδιά, τη νύχτα των σεισμών. Τις πρώτες ώρες δεν έλεγα στον κόσμο πώς να φτιάξει το σπίτι του, αλλά τους έλεγα ότι πρέπει να φροντίσουμε το πολεοδομικό σχέδιο και τα μνημεία της πόλης. Και οι πολίτες  μέσα τους δεν είχαν μόνο τη φλόγα να σώσουν το σπίτι τους, είχαν και τη φλόγα να σώσουν την πόλη τους. Μάλιστα, θυμάμαι σε μια λαϊκή γειτονιά, τις πρώτες μέρες μετά το σεισμό η κυρα-Γιώργαινα μου λέει: «Σταύρο μου, σε αγαπάμε όλοι, αλλά τι είναι αυτή η μανία με τα μνημεία;» Και της λέω: «Κυρα-Γιώργαινα, σε παρακαλώ πες μου, αν χάσεις τη μνήμη σου, έχει αξία η ζωή σου;» Και γούρλωσε τα μάτια και με αγκαλιάζει με αναφιλητά. «Αχ», μου λέει, «πόσο δίκιο έχεις»!

Περνάμε στον δεύτερο κύκλο. Όταν ήμουν Υφυπουργός Δημόσιας Διοίκησης με Πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη, επειδή γνώριζε το ενδιαφέρον μου για τον πολιτισμό, μου ζήτησε να ασχοληθώ με τα πολιτιστικά. Αρχίζω, λοιπόν, να βάζω τον δεύτερο στόχο της ζωής μου, το κράτος να γίνει όσο γίνεται πιο φιλικό, όσο γίνεται πιο προσβάσιμο στους πολίτες. Επιστράτευσα ό,τι ανθρώπινο δυναμικό υπήρχε στην πατρίδα μας. Απ’ τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, από νέους ανθρώπους δημόσιας διοίκησης με σπουδαίες περγαμηνές και σπουδές, και οργανώθηκε στους Δελφούς το ’98 ένα μεγάλο συνέδριο, στο οποίο ήρθε όλη η διανόηση του κόσμου. Εκεί είχε έρθει ο σύμβουλος του Κλίντον που είχε κάνει τη μεταρρύθμιση στην Αμερική, ο σύμβουλος του Μπλερ και άλλοι. Εκεί, λοιπόν, εγώ συνέλαβα τα ΚΕΠ ως το μοναδικό σημείο επαφής των πολιτών με το κράτος. Έλεγα, μάλιστα, ότι θα ήθελα να γίνουν εξελικτικά υποκαταστήματα του κράτους, όπως είναι οι τράπεζες. Δεν έχει γίνει αυτό ακόμα, αλλά τα ΚΕΠ είναι μια υπηρεσία που την έχουν αγαπήσει οι πολίτες και έχουν πάρει μια πολύ μεγάλη ανακούφιση, γιατί έχουν εφαρμόσει νέα μέσα. Είναι ανοιχτά και το απόγευμα, είναι ανοιχτά στις νέες τεχνολογίες, δίνουν απαντήσεις απ’ το κινητό τηλέφωνο, είναι πράγματα που στην αρχή ξένιζαν πάρα πολύ τους πολίτες σε σχέση με τη δημόσια διοίκηση.

Κι ερχόμαστε στον τρίτο κύκλο, που αυτός είναι ένας κύκλος ζωής πραγματικά, το «ΔΙΑΖΩΜΑ». Είναι μια απόφαση που πήρα όταν ήμουν στο Υπουργείο Πολιτισμού, γιατί είδα ότι το σύστημα διαχείρισης των μνημείων από το κράτος δεν ήταν αυτό που έπρεπε να ’ναι. Και είπα κάποια στιγμή, Σταύρο, θα απευθυνθείς σ’ όλους τους φίλους σου και σ’ όλους τους πολίτες, όχι μόνο της χώρας μας, για να φτιάξουμε ένα ρωμαλέο κίνημα να αλλάξουμε αυτήν την κατάσταση. Τι να αλλάξουμε, δηλαδή; Να εφαρμόσουμε το Σύνταγμά μας. Το άρθρο 24 είναι απ’ τα ωραιότερα άρθρα, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά διεθνώς, που αναφέρεται στην προστασία του περιβάλλοντος και λέει, επί λέξει: Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος είναι υποχρέωση του κράτους και δικαίωμα καθενός. Μέχρι σήμερα το κράτος «υπερασπίζεται» τα μνημεία ωσάν να είναι ιδιοκτήτης, ενώ πρέπει να είναι θεματοφύλακας των μνημείων και ν’ ανοίγει δρόμους και να δίνει δυνατότητες σ’ όλους τους πολίτες και τους θεσμούς του κόσμου. Γιατί αυτά δεν είναι δικά μας μνημεία, είναι μνημεία των πολιτών του κόσμου. Πέρυσι, το Υπουργείο Πολιτισμού εισέπραξε από τις επισκέψεις  στους αρχαιολογικούς χώρους και τα μουσεία, εκατό εκατομμύρια ευρώ. Τα πενήντα εκατομμύρια είναι από την Ακρόπολη και τα πέριξ μνημεία, το Μουσείο, τον Βράχο και το Θέατρο, το οποίο μάλιστα έχετε επισκεφθεί και έχετε βάλει και στον κουμπαρά του. Και το 80%, δηλαδή τα ογδόντα από τα εκατό εκατομμύρια, είναι στα δέκα πιο επώνυμα μνημεία. Σκεφτείτε δηλαδή ότι πάνω από χίλια μνημεία περιβαλλοντικά και αρχαιολογικά, για τα οποία έχει επενδυθεί απίστευτος ανθρώπινος μόχθος και απίστευτοι πόροι, είναι σα να μην υπάρχουν. Το «ΔΙΑΖΩΜΑ» για να φέρει τα μνημεία στο κέντρο της ζωής, στο κέντρο της αειφορίας και της βιώσιμης ανάπτυξης, οργανώνει νέα προϊόντα πολιτιστικού τουρισμού, τις πολιτιστικές διαδρομές και τα αρχαιολογικά πάρκα, αξιοποιώντας τους πόρους που δίνει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Και βρισκόμαστε σε όλον αυτόν τον ωραίο δρόμο που συνεχώς τον χαράζουμε και τον χαράζουμε για να φτάσουμε στον στόχο. Γιατί αυτό που συμβαίνει σήμερα εγώ το λέω σύγχρονο «αβδηρητισμό». Όπως οι αρχαίοι αβδηρίτες είχαν μια υπέροχη κρήνη, που δεν είχε νεράκι για τους ανθρώπους. Τι να την κάνω την κρήνη χωρίς νεράκι; Έτσι, λοιπόν, και τα μνημεία μας δεν έχουν το νεράκι της ανθρώπινης φροντίδας και θαλπωρής.

Σας έδωσα, λοιπόν, τρία απτά παραδείγματα από τη ζωή μου. Ήθελα να είμαι όσο γίνεται πιο αυθεντικός. Αλλά τώρα θα σας μιλήσω και θα κλείσω με την άλλη σπουδαία υπαρξιακή πλευρά, αυτής της μεγάλης προσπάθειας. Να βάζουμε στόχους και ναι, να ονειρευόμαστε! Το μεγαλύτερο κακό που έχει πάθει η  χώρα μας είναι ότι έχει σταματήσει να ονειρεύεται. Υπάρχουν κάποιοι που λένε ότι αυτοί που ονειρεύονται, οι ονειροπόλοι, είναι αναποτελεσματικοί. Και όμως, οι πιο αποτελεσματικοί είναι αυτοί που ονειρεύονται, γιατί θέλουν να κάνουν πράξη τα όνειρά τους. Σημειώστε, λοιπόν, ότι για να πετύχεις ένα μεγάλο στόχο και για να ανοίγεις συνέχεια το δρόμο και να κάνεις λάθος, να το διορθώνεις και να ξαναπηγαίνεις από την αρχή χρειάζεται να έχεις πολύ μεγάλη αφοσίωση στο στόχο αυτό. Κρατήστε μια λέξη. Πρέπει να φτάσεις και να διεκδικήσεις τα όρια του μοναχισμού. Μοναχισμός είναι η επικοινωνία με το θείον, ό,τι είναι θείο για τον κάθε άνθρωπο. Τότε πραγματικά μπορείς να φτάσεις σε σφαίρες μεγάλες και υψιπετείς. Και δεν μπορώ να σας περιγράψω την υπαρξιακή χαρά που νιώθει κάποιος, όταν υπηρετεί έναν τέτοιο στόχο, όταν δε σταματάει να κουράζεται και να παίρνει πάλι ανάσες και να ξαναπροχωράει και να ξαναπροχωράει.

Θέλω, λοιπόν, κλείνοντας να σας ευχηθώ σ’ αυτό το ωραίο και κρίσιμο σημείο της αναμέτρησης με τη ζωή, να βρείτε το κουράγιο να μην αφεθείτε στα κύματα του πελάγου που ανοιγόσαστε τώρα, αλλά να βάλετε το δικό σας στίγμα για τη ζωή σας, να βάλετε τους δικούς σας στόχους. Δεν μπορώ να σας περιγράψω τη δύναμη και τη χαρά που θα νιώσετε και όλα τα άλλα πράγματα που κάνετε στο πλαίσιο της οικογένειάς σας, των συντρόφων σας, της ζωής σας στο μέλλον, των άλλων σπουδών που θα κάνετε, του επαγγέλματός σας. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τη δύναμη που σας θα δίνει όταν θα θερμαίνει μέσα την ψυχούλα σας κάτι που είναι υψιπετές και ονειρικό.

Σας ευχαριστώ πολύ

Ο κ. Σταύρος Μπένος είναι Πρόεδρος του Σωματείου «ΔΙΑΖΩΜΑ»

Δελτίο Εκπαιδευτικού Προβληματισμού και Επικοινωνίας
Πηγή:  http://impschool.gr/deltio-site/?p=1