Γρήγορη μετάβαση

Κείμενο ομιλίας καθ. κ. Πέτρου Θέμελη στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο για τη Διεθνή Ημέρα Μουσείων

ΑΝΟΙΚΤΑ ΜΟΥΣΕΙΑ και ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ

Η κοινωνική, η πολιτιστική και η παιδευτική αποστολή τόσο των μουσείων όσο και των αρχαιολογικών χώρων συμβαδίζει με την εκθεσιακή λογική και την επικοινωνιακή στρατηγική των υπεύθυνων. Ο χαρακτήρας των Μουσείων και των αρχαιολογικών χώρων μεταβάλλεται με το χρόνο, διαφοροποιείται από τόπο σε τόπο σε σχέση πάντα με το εκάστοτε κοινωνικό γίγνεσθαι και το πολιτιστικό περιβάλλον. Τα μοντέρνα μουσεία και οι σύγχρονοι αρχαιολογικοί χώροι διαφέρουν ριζικά από εκείνα και εκείνους προγενέστερων εποχών. Οπωσδήποτε, τα σύγχρονα μουσεία διαφέρουν ουσιαστικά από τα αναγεννησιακά καθώς και από τα πρώτα εθνικά μουσεία που ιδρύθηκαν στην Ευρώπη στα τέλη του 18ου και κατά τον 19ο αιώνα, κυρίως μετά τη Γαλλική Επανάσταση. Οι μεγάλες κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις που ακολούθησαν την Επανάσταση, η συγκρότηση εθνικών κρατών και η άνοδος της αστικής τάξης συνέβαλαν στην ανάδειξη ενός νέου τύπου μουσείων με εθνικό και αστικό χαρακτήρα, ανοικτών στο ευρύ κοινό. Σύμφωνα με την ισχύουσα κυρίαρχη ιδεολογία, το μέγεθος των εθνικών μουσείων, όπως του δικού μας Εθνικού Αρχαιολογικού, ενισχύει το κύρος του έθνους, του οποίου την πολιτισμική κληρονομιά προβάλλει. Τα τέχνεργα αποσπασμένα από τον φυσικό τους χώρο και με την ένταξή τους στους εκθεσιακούς χώρους του Εθνικού Μουσείου μεταβλήθηκαν σε φορείς γνώσης, απέκτησαν ιδιαίτερη παιδευτική αξία. Η προστασία και η έκθεση των αρχαιολογικών ευρημάτων συνδέθηκε και στη χώρα μας με την προβολή της εθνικής ιστορίας μας, την υπόσταση και την αναγνώριση του Νέου Ελληνικού Κράτους. Το ιδεολογικό υπόβαθρο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου καθρεφτίζεται στα λόγια της αείμνηστης Σέμνης Καρούζου που μαζί με τον Χρήστο Καρούζο πρωτοστάτησαν στη μεταπολεμική ανασύστασή του και σφράγισαν με την προσωπικότητα και τις γνώσεις τους τη φυσιογνωμία του, η οποία παραμένει ανέπαφη σε γενικές γραμμές παρά τις φιλότιμες προσπάθειες νεότερων διευθυντών να την εκσυγχρονίσει. Η Σέμνη Καρούζου διακήρυττε ότι:

«Κύρια πηγή της εθνικής και αισθητικής παιδείας μας είναι τα αρχαιολογικά μουσεία. Το Εθνικό μας Μουσείο είναι κάτι περισσότερο, είναι το σχολείο της εθνικής μας παιδείας. Μέσα σε ένα μουσείο μαθαίνει ο λαός ότι οι αρχαίοι ημών πρόγονοι δεν είναι μύθος αλλά στάθηκαν ζωντανό μεγαλείο που έθρεψε και εξακολουθεί να φωτίζει τον κόσμο. Η μεταλαμπάδευση του ελληνικού πνεύματος γίνεται στους πολλούς όχι όπως άλλοτε με τα γραπτά κείμενα, αλλά με τα μνημεία της τέχνης».

Τα λόγια αυτά της τότε διευθύντριας του Εθνικού μας Μουσείου παρουσιάζουν πολλαπλό ενδιαφέρον και επιδέχονται αναλυτικό σχολιασμό, που δεν είναι του παρόντος. Το βασικό πάντως ζήτημα είναι, πώς ορίζει κανείς τον λαό και τους πολλούς οι οποίοι κατά κανόνα δεν συνηθίζουν να συχνάζουν σε Μουσεία ή αρχαιολογικούς χώρους και δεν κατανοούν απόλυτα ή παρανούν «το ζωντανό μεγαλείο των προγόνων που εξακολουθεί να φωτίζει τον κόσμο και να μεταλαμπαδεύει το ελληνικό πνεύμα στους πολλούς με τα μνημεία της τέχνης», ιδιαίτερα όταν αυτά τα μνημεία της τέχνης είναι συγκεντρωμένα εκεί από όλους τους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδος, ξεκομμένα από το φυσικό τους μνημειακό περιβάλλον και την στρωματογραφική τους συνάφεια.

Οι ριζικές αλλαγές που συντελούνται στο σύγχρονο κόσμο τις τελευταίες δεκαετίες έχουν προκαλέσει συζητήσεις που οδηγούν στην υιοθέτηση νέων μεθόδων όσον αφορά στην εκθεσιακή στρατηγική. Αναπτύσσονται νέες τάσεις με στόχο να καταστήσουν τα μουσεία και ταυτόχρονα τους αρχαιολογικούς χώρους λειτουργικούς και φιλικούς σε ένα ευρύ κοινό. Οι νέες τάσεις και αντιλήψεις αποτυπώνονται στον ορισμό του Μουσείου, όπως διατυπώθηκε το 1974 από το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων (ICOM), ο οποίος πέρασε και στο νέο αρχαιολογικό νόμο του 2002:

«Το μουσείο είναι μόνιμο ίδρυμα στην υπηρεσία της κοινωνίας και της ανάπτυξής της και ανοικτό στο κοινό, αποκτά, συντηρεί, ερευνά, κοινοποιεί και εκθέτει υλικές μαρτυρίες για τους ανθρώπους και το περιβάλλον τους με το σκοπό της μελέτης της εκπαίδευσης και της ψυχαγωγίας».

Συμφωνώ απόλυτα με τον ορισμό, θα είχα μόνο να παρατηρήσω ότι οι υλικές μαρτυρίες που εκθέτει ένα μουσείο είναι κατά κανόνα απομακρυσμένες από τους ανθρώπους που τις δημιούργησαν και το περιβάλλον τους. Αυτή η απομάκρυνση είναι αναπόφευκτη, βέβαια, όταν μιλάμε για Εθνικά Μουσεία που ιδρύθηκαν τον 18ο, 19ο ή και τον 20ο αιώνα με τους υψηλούς εθνικούς στόχους που αναφέρθηκαν παραπάνω.

Τους νέους στόχους που διέπουν την εκθεσιακή λογική των σύγχρονων μουσείων πρέπει να υπηρετεί και ένας σύγχρονος αρχαιολογικός χώρος. Τόσο τα σύγχρονα μουσεία όσο και οι σύγχρονοι χώροι στοχεύουν σε διάλογο με το ευρύ κοινό, αναλαμβάνοντας παιδευτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό ρόλο. Ωστόσο, παρά το άνοιγμα στις νέες αντιλήψεις, ορισμένες μόνο κατηγορίες ατόμων και κοινωνικών ομάδων έχουν ή μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτά και να αξιοποιούν δημιουργικά τη γνώση και την ψυχική αγωγή που τους προσφέρονται. Στη χώρα μας εξακολουθούν άλλωστε να υφίστανται μουσεία με μουσειακές εκθέσεις που διαπνέονται από τις αντιλήψεις του 18ου-19ου αιώνα. Τα μουσεία αυτά και αντίστοιχα ορισμένοι αρχαιολογικοί χώροι εξακολουθούν να αδιαφορούν για το κοινό, για τις ιδιαιτερότητές και το επίπεδο γνώσης του, όπως τουλάχιστον προκύπτει από τον τρόπο παρουσίασης και υπομνηματισμού των εκθεμάτων. Οι επεξηγηματικές πινακίδες ή απουσιάζουν ή είναι επιλεκτικές και γενικόλογες, υπακούοντας υποτίθεται σε κάποια υψηλή αρχαιολογική δεοντολογία που παραμένει ακατανόητη, απευθύνεται υποτίθεται μόνο σε ειδικούς ενώ η εκθεσιακή λογική υπακούει συνήθως σε έναν στείρο «αισθητισμό». Οι περισσότεροι επισκέπτες αισθάνονται αναπόφευκτα χαμένοι σε έναν κόσμο που τους προκαλεί αμηχανία και μειονεξία για την άγνοιά τους. Προτιμούν να μένουν έξω από αυτόν ή να επισκέπτονται μόνο τα αναψυκτήρια και τα πωλητήρια, εφόσον βέβαια αυτά υφίστανται και είναι ελκυστικά.

Η σύγχρονη οπτική έχει συλλάβει και προτείνει τη δημιουργία του μεταμοντέρνου μουσείου, προσθέτω και «του μεταμοντέρνου αρχαιολογικού χώρου», όπου την εκθεσιακή λογική, την οργάνωση, τη διαμόρφωση και την ανάδειξη των μνημείων καθορίζουν ο χαρακτήρας και οι προσδοκίες ενός ποικιλόμορφου κοινού. Ακόμη και χώροι που παραδοσιακά παραμένουν κλειστοί στους επισκέπτες, όπως τα εργαστήρια και οι αποθήκες να είναι εν μέρει προσιτά στο κοινό. Οι εκθέσεις να παρακινούν τους επισκέπτες να χρησιμοποιήσουν τα εκθέματα (με διάφορα ψηφιακά μέσα και τρόπους) ώστε να ανακαλύπτουν μόνοι τα στοιχεία που τους κεντρίζουν το ενδιαφέρον. Τα μουσεία και οι χώροι, τέλος πρέπει να διαθέτουν ευχάριστους και άνετους χώρους υποδοχής και ξεκούρασης, εστιατόρια, καφετέριες, καταστήματα-πωλητήρια που σήμερα δυστυχώς στη χώρα μας είτε απουσιάζουν παντελώς ή είναι αποκρουστικά.

Δεν κατακρίνω όσους συνδέουν τα μουσεία και τους χώρους με τους νόμους της αγοράς. Πιστεύω ότι πρέπει να εξασφαλίζεται η βιωσιμότητά τους χωρίς συνεχείς κρατικές επιχορηγήσεις που ωθούν σε εφησυχασμό, αδιαφορία, διαφθορά και μαύρες τρύπες. Θα επαναλάβω αυτό που έχω και παλαιότερα υποστηρίξει: «Τα μεγάλα Μουσεία και οι μείζονες αρχαιολογικοί χώροι να αυτονομηθούν οικονομικά, να γίνουν ανταγωνιστικά, να παρέχουν άριστες υπηρεσίες, ανταποκρινόμενα στις προσδοκίες ενός απαιτητικού και ποικιλόμορφου κοινού. Οι διευθυντές τους να μην ορίζονται κατά αρχαιότητα μέσα από οποιασδήποτε μορφής ιεραρχία, αλλά να επιλέγονται με ανοιχτό διαγωνισμό με βάσει εμπειρία, επιστημονικά προσόντα και γνώσεις διαχείρισης (management) για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και να διοικούν τα μουσεία ή τους χώρους με σχετική αυτονομία, υπό τον έλεγχο πάντα της πολιτείας, ως πρόεδροι ενός επιστημονικού συμβουλίου με στόχο την προσέλκυση επισκεπτών και την αύξηση των εσόδων, υπεύθυνοι ταυτόχρονα για τη συντήρηση των υποδομών, την προβολή του μνημειακού πλούτου και τη φύλαξή του με ειδικευμένο φυλακτικό προσωπικό.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα Μουσεία ανά τον κόσμο συγκροτούν σήμερα μια ειδική κατηγορία πολυτελών φυλακών υψηλής ασφαλείας με κρυφές κάμερες, φωτοκύτταρα, συναγερμούς και φύλακες, ενίοτε οπλισμένους, τουλάχιστον στο εξωτερικό. Εκεί μέσα βρίσκονται έγκλειστα τα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος, αποκομμένα για πάντα από το φυσικό τους περιβάλλον, την αρχική λειτουργία και χρήση τους, είτε βίαια και τραυματικά αποσπασμένα από αρχαιοκάπηλους είτε μεθοδικά αποσπασμένα με τη διαδικασία της ανασκαφής. Η σύγχρονη μουσειολογική πρακτική πασχίζει να απαλύνει τη μοναξιά της φυλακής των υλικών μαρτυριών του παρελθόντος, δημιουργώντας ένα νέο περιβάλλον για αυτά, συνήθως αστραφτερό, χρωματιστό και εικονογραφημένο. Επιθυμεί να τους δώσει ένα νέο ρόλο, αυτόν του δασκάλου μικρών και μεγάλων για την ιστορία του πολιτισμού, τη θρησκεία, τα ήθη και τα έθιμα, την κοινωνική οργάνωση, τη σχέση με τη Φύση, για τη ζωή γενικά του ανθρώπου της εποχής τους. Παρά τις αγαθές προθέσεις ειδικών μουσειολόγων και φιλότιμων αρχαιολόγων δεν είναι πάντοτε εφικτό να πειστούν τα αυστηρά επιλεγμένα και «ωραιοποιημένα», σχεδόν αποστειρωμένα αντικείμενα (καλά πλυμένα, συμπληρωμένα, συντηρημένα, υποβλητικά φωτισμένα) να αρθρώσουν γλώσσα κατανοητή σε όλους, απαιτείται εμπνευσμένο και αφοσιωμένο ανθρώπινο δυναμικό και σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας.

Ήλθε ο καιρός, νομίζω, να προχωρήσουμε στη δημιουργία μνημειακών συνόλων μιας νέας αντίληψης σε αρχαιολογικούς κατά κύριο λόγο χώρους, αλλά και ανοικτά μουσεία, όπου η αρχική λειτουργία και το αρχιτεκτονικό και φυσικό περιβάλλον των υλικών κατάλοιπων (η μεταξύ τους άρρηκτη αρχική σχέση και συνάφεια) θα έχει κατά το δυνατό αποκατασταθεί και αναπλασθεί, χώρων όπου άτομα κάθε ηλικίας και σωματικών δυνατοτήτων, ανεξάρτητα καταγωγής, φύλου, φυλής, κοινωνικής θέσης και μορφωτικού επιπέδου θα διδάσκονται και ταυτόχρονα θα ευαισθητοποιούνται πάνω στο πρόβλημα της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, θα χαίρονται τα τέχνεργα, κατά το δυνατό, μέσα στο αυθεντικό αρχιτεκτονικό, επιγραφικό, ιστορικό και καλλιτεχνικό περιβάλλον τους. Χώρους με μνημειακά σύνολα και εκθέματα που καλούν τον επισκέπτη να συνδιαλεχθεί μαζί τους.

Οι ναοί ήταν το μόνο είδος Μουσείων που είχε να προσφέρει ο αρχαίος κόσμος. Ορισμένα φημισμένα ελληνικά ιερά όπως οι Δελφοί και η Ολυμπία απέκτησαν αντικείμενα μοναδικής αξίας, ήταν πραγματικά θησαυροφυλάκια έργων τέχνης. Ο πρόναος του αρχαϊκού ναού της Ήρας στην Ολυμπία με τον Ερμή του Πραξιτέλη ήταν ένα είδος Μουσείου, όπως το ιερό του Ασκληπιού στη Μεσσήνη με τις μεγαλειώδεις αγαλματικές συνθέσεις ιστορικού χαρακτήρα του φημισμένου Μεσσήνιου γλύπτη Δαμοφώντα, τις οποίες περιγράφει ο περιηγητής Παυσανίας στο τέταρτο βιβλίο του. Η Ρώμη διέθετε αρκετούς ναούς μουσεία που περηφανεύονταν για ορισμένα από τα ωραιότερα καλλιτεχνήματα του αρχαίου κόσμου. Οι αρχαίοι δεν περιορίζονταν βέβαια στους ναού για να εκθέσουν τα έργα. Όλα τα δημόσια οικοδομήματα, οι στοές, τα θέατρα, τα στάδια, ακόμη και τα δημόσια λουτρά περιελάμβαναν πίνακες ζωγραφικής και εκατοντάδες αγάλματα, μαρμάρινα και ορειχάλκινα.

Κάπως έτσι οραματίζομαι το μέλλον αρχαιολογικών χώρων όπως η αρχαία Μεσσήνη. Τα γλυπτά, οι επιγραφές, τα βάθρα των ανδριάντων και ορισμένα χαρακτηριστικά ευρήματα θα βρουν το φυσικό τους χώρο, μέσα σε αναστηλωμένα μνημεία της πόλης, στους χώρους θέασης και ακρόασης (το Θέατρο, το Εκκλησιαστήριο, το Στάδιο), αλλά και στο ιερό της Ίσιδος, τη βόρεια στοά της αγοράς, το Ασκληπιείο. Το θέμα της ασφάλειας που υπερτονίζεται συνήθως δεν είναι ανυπέρβλητο εμπόδιο. Περίφραξη ασφαλείας, στέγαση, νυχτερινός φωτισμός που θα αναδεικνύει τα μνημεία και τα εκθέματα, εκπαιδευμένοι φύλακες και νυκτοφύλακες. Το κόστος όλων αυτών είναι κατά πολύ μικρότερο του κόστους ανέγερσης ενός σύγχρονου, μεγάλου αρχαιολογικού Μουσείου εντός ή πλησίον ενός αρχαιολογικού χώρου, χωρίς να υπολογίζουμε τα τεράστια προβλήματα διαγωνισμών, καθυστερήσεων, υπερτιμολογήσεων, κοινωνικών συγκρούσεων, της αναμφισβήτητης αισθητικής όχλησης και της αλλοίωσης του περιβάλλοντος, φυσικού ή ανθρωπογενούς .

Η σύγχρονη πολιτιστική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενθαρρύνει επενδύσεις σε πολιτιστικούς και δημιουργικούς τομείς που συμβάλλουν στην πάταξη της ανεργίας, στην κοινωνική ευημερία και την λεγόμενη οικονομία της ευτυχίας (economics of happiness), όπου περιλαμβάνεται όχι απλώς η θάλασσα και ο μεσογειακός ήλιος αλλά πρωτίστως τα μνημεία όλων των εποχών, οι αρχαιολογικοί χώροι και τα μουσεία. Όλα αυτά προϋποθέτουν αλλαγή νοοτροπίας πρώτιστα μεταξύ των υπεύθυνων πολιτικών στη χώρα μας και σε συνέχεια των πολιτών. Δυστυχώς η πλειονότητα των πολιτών συνεχίζει να εκτιμά το αρχαίο ανάλογα με τη χρηματική και την όποια καλλιτεχνική αξία του, δεν το αντιλαμβάνεται ως κοινό πολιτιστικό αγαθό.

Πέτρος Γ. Θέμελης
[email protected]