Γρήγορη μετάβαση

«Δύο οραματικές προτάσεις από τους καθηγητές κ.κ. Πέτρο Θέμελη και Βασίλη Λαμπρινουδάκη για το μέλλον των μνημείων»

ΘΕΑΤΡΟΠΑΙΔΕΙΑ
Από την Ε’ Γενική συνέλευση του σωματείου “Διάζωμα”
Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012
ΑΝΑΓΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ ΤΩΝ ΑΝΑΔΕΔΕΙΓΜΕΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ

Από την ομιλία του Γενικού Γραμματέα του σωματείου “Διάζωμα” καθηγητή κ. Βασίλειου Λαμπρινουδάκη, στην Ε’ Γενική συνέλευση του σωματείου την Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012 στο Παλαιό Ελαιουργείο της Ελευσίνας
Ο Πρόεδρος του Διαζώματος μας παρουσίασε πριν από λίγο το εντυπωσιακά πλούσιο έργο έρευνας, συντήρησης και ανάδειξης, το οποίο εκτελείται τα χρόνια αυτά στα αρχαία θέατρα της χώρας, μια κατηγορία μνημείων που κατεξοχήν προσφέρονται για την άμεση φυσική, ψυχική, πνευματική και δημιουργική επαφή του σημερινού ανθρώπου με την πολιτισμική μας κληρονομιά. Θεωρώντας το σπουδαίο αυτό έργο που ευτύχησε τις δυό προηγούμενες δεκαετίες να παραγάγει τέτοιο έργο και να ζει ακόμα για να το παρακολουθεί, επιθυμώ να επισημάνω σήμερα εδώ την ανάγκη πρόβλεψης από τώρα των αναγκών διαρκούς συντήρησης των αποκατεστημένων θεατρικών χώρων.

Μας εντυπωσίασε το πριν και το μετά  τις πρόσφατες επεμβάσεις που είδαμε στα θέατρα, όμως πρέπει από τώρα να προβλέψουμε το – θα το έλεγα – το μετά το μετά, την διατήρηση της φροντισμένης εικόνας των αποκατεστημένων.

Οι μεγάλες αυτές επενδύσεις στο πολιτισμικό απόθεμα της χώρας αποτελούν έργα, που όπως όλες οι ανθρώπινες κατασκευές, φθείρονται με τον καιρό από τα στοιχεία της φύσης, την ανθρώπινη χρήση (ειδικά στα θέατρα), αλλά και τη βαθμιαία γήρανση των υλικών, ή ακόμη και από κατασκευαστικές αστοχίες.   Είναι απαραίτητο να υπάρξει μηχανισμός συνεχούς αποτελεσματικής φροντίδας των αποκαταστάσεων στους θεατρικούς χώρους – όπως ασφαλώς και στους άλλους αρχαιολογικούς χώρους – γιατί οι φθορές αρχίζουν αμέσως και είναι αυτονόητο ότι ενώ η έγκαιρη άρση τους κοστίζει ελάχιστα και γίνεται γρήγορα, η καθυστέρηση επιδεινώνει γοργά την κατάσταση και αυξάνει το κόστος και το χρόνο που απαιτείται για την αποκατάσταση των φθορών με γεωμετρική πρόοδο. Έτσι τα τόσο ωραία αποκαθιστάμενα μνημεία, εάν δεν έχει εξασφαλισθεί η μόνιμη παρακολούθηση και συντήρησή τους, κινδυνεύουν να απαξιωθούν πάλι πολύ σύντομα:

Με όσα λέγω δεν κομίζω γλαύκα εις Αθήνας. Η διατήρηση είναι διεθνώς επιβεβλημένη πρόβλεψη και υποχρέωση για κάθε έργο ανάδειξης (maintenance είναι ο διεθνής όρος). Το Συμβούλιο της Ευρώπης έχει θέσει ως βασική προϋπόθεση της προστασίας και ανάδειξης της πολιτισμικής κληρονομιάς “τη δημιουργία ενός πλαισίου, το οποίο θα ελέγχει τη φυσική φθορά (physical deterioration), την προστασία (protection) και την ανάδειξη (enhancement)) της αρχιτεκτονικής και αρχαιολογικής κληρονομιάς” (CoE Report, 1988b, σ.9).
Θέλω να πιστεύω ότι το Διάζωμα, το οποίο με τη συνεργασία των συναδέλφων της αρχαιολογικής μας υπηρεσίας συγκροτεί ήδη αρχείο παρακολούθησης της κατάστασης των θεάτρων, θα μπορέσει να επικουρήσει, όπως κάνει ήδη στο στάδιο της αποκατάστασης, το Υπουργείο και στο αίτημα της διατήρησης των αποκαθισταμένων μνημείων.

 

Από την ομιλία του Αντιπροέδρου του σωματείου “Διάζωμα” καθηγητή κ. Πέτρου Θέμελη, στην Ε’ Γενική συνέλευση του σωματείου την Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012 στο Παλαιό Ελαιουργείο της Ελευσίνας
Από τα έργα του 2ου, κυρίως του 3ου ΚΠΣ, αλλά και του εν εξελίξει ΕΣΠΑ προέκυψαν και προκύπτουν ιδιαίτερα σημαντικές υποδομές σε επισκέψιμους αρχαιολογικούς χώρους, μνημεία και Μουσεία, η συντήρηση και λειτουργία των οποίων απαιτεί τη χάραξη νέας στρατηγικής και τον σχεδιασμό του κατάλληλου θεσμικού πλαισίου για την «διατήρηση των κεκτημένων και στην μετά ΕΣΠΑ εποχή».

Για να χαραχθεί νέα στρατηγική και να σχεδιασθεί νέο θεσμικό πλαίσιο απαιτείται, νομίζω, καταρχήν να κατανοήσουμε, πολιτεία, τοπικές αρχές, πολίτες, αρχαιολόγοι, αρχιτέκτονες, μηχανικοί, συντηρητές, κ.ά. ότι όλοι είμαστε συνυπεύθυνοι για την προστασία και την ομαλή λειτουργία των αρχαιολογικών χώρων, των μνημείων γενικώς καθώς και των μουσείων. Έχουμε υποχρέωση να μετακινηθούμε από τη νοοτροπία των ιδιοκτητών (του παρελθόντος) στο αίσθημα της συλλογικής ευθύνης για το παρελθόν.[1]

Οι ριζικές αλλαγές που συντελούνται στο σύγχρονο κόσμο τις τελευταίες δεκαετίες έχουν προκαλέσει συζητήσεις που οδηγούν στην υιοθέτηση νέων μεθόδων όσον αφορά στη στρατηγική αντιμετώπισης του μνημειακού πλούτου και στην αλλαγή του χαρακτήρα των αρχαιολογικών χώρων και των μουσείων, στοχεύουν σε διάλογο με το ευρύ κοινό, αναλαμβάνοντας παιδευτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό ρόλο. Αναπτύσσονται νέες τάσεις με στόχο να καταστήσουν τους χώρους και τα μουσεία λειτουργικά, φιλικά, αυτοδιοικούμενα και αυτάρκη.

H νέα διεθνής οπτική απαιτεί επανεξέταση όλων των προϊόντων και των υπηρεσιών στον τομέα του πολιτισμού που παρέχονται από το κράτος και αναζήτηση αποδοτικότερων μεθόδων για τη διανομή τους, απαιτεί τη χάραξη ενός νέου σχεδίου διαχείρισης. Το σχέδιο αυτό μπορεί να εννοηθεί ως ένα πλάνο εργασίας (working instrument) για την ιεράρχηση και την προώθηση μιας σειράς ενεργειών που στοχεύουν στην προστασία, την αποκατάσταση, την ανάδειξη των μνημείων, την υποδειγματική λειτουργία και την αυτοδιοίκηση ενός αρχαιολογικού χώρου και ταυτόχρονα στη συμβολή του στην οικονομική ανάπτυξη της περιοχής όπου βρίσκεται.

Πιστεύω ότι μείζονες χώροι και μουσεία οφείλουν να εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητά τους χωρίς συνεχείς κρατικές επιχορηγήσεις, να γίνουν ανταγωνιστικά, να παρέχουν υπηρεσίες ανταποκρινόμενες στις προσδοκίες ενός απαιτητικού και ποικιλόμορφου κοινού, να μεριμνούν για την αύξηση των εσόδων τους, να διαχειρίζονται τα του οίκου τους με διαφάνεια και υπό τον έλεγχο του κράτους. Οι διευθυντές τους να επιλέγονται με ανοιχτό διαγωνισμό με βάσει εμπειρία, επιστημονικά προσόντα και γνώσεις διαχείρισης (management) και να ενεργούν ως πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων για ορισμένο χρονικό διάστημα.

Πέρα από την άποψή μου για την υιοθέτηση από την Πολιτεία ενός νέου μοντέλου διαχείρισης καταρχήν των μείζονος σημασίας και μεγάλης επισκεψιμότητας αρχαιολογικών χώρων και των μουσείων που συνοπτικά ανέφερα, νομίζω ότι ορισμένοι αρχαιολογικοί χώροι που καλύπτουν την έκταση μιας ολόκληρης πόλης, για παράδειγμα το Δίον, η Νικόπολις, καθώς και καστροπολιτείες όπως η Μεθώνη, η Πύλος, το Χλεμούτζι (που αποτελεί ήδη παράδειγμα προς μίμηση), θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως ανοικτά μουσεία με την έννοια της παραμονής ορισμένων επιλεγμένων χαρακτηριστικών ευρημάτων κατά χώραν, μέσα στο αποκατεστημένο αρχιτεκτονικό και φυσικό περιβάλλον τους και όχι της βίαιης απόσπασης, της μεταφοράς και του εγκλεισμού τους σε Μουσεία. Με την απομάκρυνσή του συνόλου των ευρημάτων από τον φυσικό τους χώρου διασπάται αναπόφευκτα η λειτουργική, η ιστορική, η κοινωνική και η αισθητική-καλλιτεχνική συνάφεια περιέχοντος και περιεχομένου, με αποτέλεσμα και τα αρχιτεκτονήματα να απομένουν γυμνά και εν πολλοίς ακατανόητα και τα τέχνεργα να καταντούν συλλεκτικά αντικείμενα σε βιτρίνες, όπως τα εκθέματα των περισσότερων ανά τον κόσμο μουσείων, τα οποία αποτελούν προϊόντα αρπαγής, εμπορίας ή αρχαιοκαπηλίας. Με τον τρόπο αυτό θα αποφεύγαμε, εν μέρει τουλάχιστον, το τεράστιο πρόβλημα της ανέγερσης ορισμένων νέων μουσείων, κοστοβόρων, ενεργοβόρων και εκ προοιμίου βλαπτικών για το φυσικό περιβάλλον των μνημείων.

Πέτρος Θέμελης

Οκτώβριος 2012
[1] Μέσα στο πλαίσιο του παγκόσμιου εθνο-τοπίου (ethno-scape) όπου ζούμε.